3,277,073
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Πλάτων''': [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ [[φιλόσοφος]]· ἐξ οὗ ἐπίθ. Πλατώνειος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Πλάτωνα, Α. Β. 853, Σουΐδ.· Πλατωνικός, ή, όν, Ἀνθ. Π. 11. 354, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 19· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τοῦ Πλάτωνος. Στράβ. 300· -ώτερον Κλήμ. Ἀλ. 553· ― θηλ. ἐπίθ. Πλατωνίς, ίδος, Χριστοδ. Ἔκφρασις 393.<br />«χαλκωμάτιόν τι, ᾧ τὸν ὀπὸν ἀντλοῦσιν, ὅτε [[γάλα]] συμπήσ(σ)ωσιν» Ἡσύχ. | |lstext='''Πλάτων''': [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ [[φιλόσοφος]]· ἐξ οὗ ἐπίθ. Πλατώνειος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Πλάτωνα, Α. Β. 853, Σουΐδ.· Πλατωνικός, ή, όν, Ἀνθ. Π. 11. 354, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 19· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τοῦ Πλάτωνος. Στράβ. 300· -ώτερον Κλήμ. Ἀλ. 553· ― θηλ. ἐπίθ. Πλατωνίς, ίδος, Χριστοδ. Ἔκφρασις 393.<br />«χαλκωμάτιόν τι, ᾧ τὸν ὀπὸν ἀντλοῦσιν, ὅτε [[γάλα]] συμπήσ(σ)ωσιν» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />Platon <i>(son vrai nom était prob. Aristoclès), philosophe célèbre, disciple de Socrate</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]]. | |||
}} | }} |