Anonymous

προσμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[προσέτι]], Αἰσχύλ. Πρ. 697, Σοφ. Ἀποσπ. 622, Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Θεσμ. 20, 24, πρβλ. [[προσδιδάσκω]].
|lstext='''προσμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[προσέτι]], Αἰσχύλ. Πρ. 697, Σοφ. Ἀποσπ. 622, Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Θεσμ. 20, 24, πρβλ. [[προσδιδάσκω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσμαθήσομαι, <i>ao.</i> προσέμαθον;<br />apprendre en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μανθάνω]].
}}
}}