3,277,649
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπαίζω''': μέλλ. -παίξομαι· ἀόρ. προσέπαισα, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Β, Ἀλκίφρων· παρὰ μεταγεν. προσέπαιξα, Πλουτ. Καῖσ. 63. Παίζω μέ τινα, τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 4, Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· - μεταφορ., προσπαίζουσα τοῖς ὤμοις [[κόμη]] [[Πολυδ]]. Β΄, 25. 2) ἀπολ., [[παίζω]], [[ἀστεΐζομαι]], πρ. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Νόμ. 653Ε, 804Β· ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Νόμ. 653Ε, 804Β· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 283Β. 3) περιπαίζω, περιγελῶ, τινὶ Πλούτ. 2. 197D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, εἰ προσπαίζονται ἡμῖν καὶ προκαλοῦνται Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 118· - πρβλ. [[προσγελάω]], καὶ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 463. ΙΙ. μετ’ αἰτ., πρ. θεούς, ᾄδω εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Πλάτ. Ἐπιν. 980Β· καὶ [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., ὕμνον προσεπαίσαμεν... τὸν... Ἔρωτα, ἐψάλαμεν ὕμνον εἰς τιμὴν τοῦ Ἔρωτος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265C. 2) [[εἰρωνεύομαι]], [[πειράζω]], τοὺς ῥήτορας Πλατ. Μενέξ. 235C, πρβλ. Εὐθύδ. 285Α· πρ. τὸν κύνα, [[πειράζω]], [[βασανίζω]], Λουκ. π. Οἴκ. 24, τὴν ἄρκτον, Αἰλ. π. Ζ. 4. 45. | |lstext='''προσπαίζω''': μέλλ. -παίξομαι· ἀόρ. προσέπαισα, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Β, Ἀλκίφρων· παρὰ μεταγεν. προσέπαιξα, Πλουτ. Καῖσ. 63. Παίζω μέ τινα, τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 4, Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· - μεταφορ., προσπαίζουσα τοῖς ὤμοις [[κόμη]] [[Πολυδ]]. Β΄, 25. 2) ἀπολ., [[παίζω]], [[ἀστεΐζομαι]], πρ. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Νόμ. 653Ε, 804Β· ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Νόμ. 653Ε, 804Β· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 283Β. 3) περιπαίζω, περιγελῶ, τινὶ Πλούτ. 2. 197D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, εἰ προσπαίζονται ἡμῖν καὶ προκαλοῦνται Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 118· - πρβλ. [[προσγελάω]], καὶ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 463. ΙΙ. μετ’ αἰτ., πρ. θεούς, ᾄδω εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Πλάτ. Ἐπιν. 980Β· καὶ [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., ὕμνον προσεπαίσαμεν... τὸν... Ἔρωτα, ἐψάλαμεν ὕμνον εἰς τιμὴν τοῦ Ἔρωτος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265C. 2) [[εἰρωνεύομαι]], [[πειράζω]], τοὺς ῥήτορας Πλατ. Μενέξ. 235C, πρβλ. Εὐθύδ. 285Α· πρ. τὸν κύνα, [[πειράζω]], [[βασανίζω]], Λουκ. π. Οἴκ. 24, τὴν ἄρκτον, Αἰλ. π. Ζ. 4. 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> jouer <i>ou</i> badiner avec, dat. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> prendre pour sujet de jeu : τινί, se jouer de qqn, railler qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παίζω]]. | |||
}} | }} |