Anonymous

προσδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]], Ἰσοκρ. 390Β.
|lstext='''προσδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]], Ἰσοκρ. 390Β.
}}
{{bailly
|btext=perdre <i>ou</i> faire périr en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαφθείρω]].
}}
}}