Anonymous

προκυλινδέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκῠλινδέομαι''': Παθ., προκυλίομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, Λατιν. provolvi ad genua alicujus, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 501, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· τινος Δημ. 450. 2· πρ. ἡ [[πέρδιξ]] τοῦ θηρεύοντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 3· πρβλ. προκαλινδέομαι.
|lstext='''προκῠλινδέομαι''': Παθ., προκυλίομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, Λατιν. provolvi ad genua alicujus, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 501, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· τινος Δημ. 450. 2· πρ. ἡ [[πέρδιξ]] τοῦ θηρεύοντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 3· πρβλ. προκαλινδέομαι.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />se rouler <i>ou</i> se jeter aux pieds de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κυλίνδω]].
}}
}}