Anonymous

προσπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -άσω, [[πλάττω]] ἢ [[σχηματίζω]] ἐπί τινος, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, πεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ καὶ προσκεκολλημέναι εἰς ἀπόκρημνα ὄρη, Ἡρόδ. 3. 111· προσπλάττειν τινί τι Πλούτ. 2. 433Β· τῷ μύρμηκι λέοντος ἀλκὴν Εὐστ. Πονημ. 332. 32. ΙΙ. [[αὐξάνω]], τοὺς τόκους Πλούτ. 2. 831Α· - Παθ., ἐπὶ τοῦ σώματος, αὐξάνομαι διὰ συνεχοῦς αὐξήσεως, Γαλην.· πρ. [[πρός]] τινι, προστίθεμαι εἰς..., Καλλ. Ἐπιγράμμ. 54.
|lstext='''προσπλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -άσω, [[πλάττω]] ἢ [[σχηματίζω]] ἐπί τινος, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, πεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ καὶ προσκεκολλημέναι εἰς ἀπόκρημνα ὄρη, Ἡρόδ. 3. 111· προσπλάττειν τινί τι Πλούτ. 2. 433Β· τῷ μύρμηκι λέοντος ἀλκὴν Εὐστ. Πονημ. 332. 32. ΙΙ. [[αὐξάνω]], τοὺς τόκους Πλούτ. 2. 831Α· - Παθ., ἐπὶ τοῦ σώματος, αὐξάνομαι διὰ συνεχοῦς αὐξήσεως, Γαλην.· πρ. [[πρός]] τινι, προστίθεμαι εἰς..., Καλλ. Ἐπιγράμμ. 54.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> appliquer à, ajuster à, fixer à, <i>avec</i> [[πρός]] τινι;<br /><b>2</b> ajouter à : τοὺς τόκους αὐτοῖς PLUT accumuler les intérêts <i>ou</i> les revenus;<br /><b>3</b> particul. <i>t. de méd.</i> mouler par-dessus ; appliquer un emplâtre, un plâtre sur.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πλάσσω]].
}}
}}