Anonymous

πρόσπλατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσπλᾱτος''': -ον, ([[προσπλάζω]]) [[προσιτός]], τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.
|lstext='''πρόσπλᾱτος''': -ον, ([[προσπλάζω]]) [[προσιτός]], τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[πρόσπλαστος]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πελάω]].
}}
}}