Anonymous

προσλείπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσλείπω''': εἶμαι [[ἐλλιπής]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
|lstext='''προσλείπω''': εἶμαι [[ἐλλιπής]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
}}
{{bailly
|btext=manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λείπω]].
}}
}}