Anonymous

προμαχεών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμᾰχεών''': -ῶνος, ὁ, [[προμαχών]], Λατ. propugnaculum, Ἡρόδ. 1. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 7, 8, 13· πρ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 1. 164., 3. 151. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προμαχεών]]· [[πύργος]]».
|lstext='''προμᾰχεών''': -ῶνος, ὁ, [[προμαχών]], Λατ. propugnaculum, Ἡρόδ. 1. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 7, 8, 13· πρ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 1. 164., 3. 151. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προμαχεών]]· [[πύργος]]».
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />rempart, abri.<br />'''Étymologie:''' [[προμάχομαι]].
}}
}}