3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπᾰσσαλεύω''': Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ [[προσηλόω]], καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ [[μέτωπον]] Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., [[ἀχανής]], προσπεπατταλευμένος, [[ἄφωνος]], προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], [[ἀκίνητος]], Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21. | |lstext='''προσπᾰσσαλεύω''': Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ [[προσηλόω]], καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ [[μέτωπον]] Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., [[ἀχανής]], προσπεπατταλευμένος, [[ἄφωνος]], προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], [[ἀκίνητος]], Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> clouer contre : τινά τινι qqn contre qch ; [[τι]] [[πρός]] [[τι]] une chose contre une autre;<br /><b>2</b> suspendre à un clou, à une patère, <i>etc.</i>, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πασσαλεύω]]. | |||
}} | }} |