Anonymous

προσεπιτείνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεπιτείνω''': [[ἐπιτείνω]] ἐπὶ πλέον, ἔτι [[μᾶλλον]] [[ἐπιτείνω]], τι Πολύβ. 3. 24, 14. 2) ἔτι ἰσχυρότερον ποιῶ, τὴν δίψαν Πλούτ. 2. 689C· τὴν ὀργὴν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 3, 3. ΙΙ. [[βασανίζω]] ἢ τιμωρῶ ἔτι [[μᾶλλον]], τινὰ Πολύβ. 1. 63, 2, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 557. 54.
|lstext='''προσεπιτείνω''': [[ἐπιτείνω]] ἐπὶ πλέον, ἔτι [[μᾶλλον]] [[ἐπιτείνω]], τι Πολύβ. 3. 24, 14. 2) ἔτι ἰσχυρότερον ποιῶ, τὴν δίψαν Πλούτ. 2. 689C· τὴν ὀργὴν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 3, 3. ΙΙ. [[βασανίζω]] ἢ τιμωρῶ ἔτι [[μᾶλλον]], τινὰ Πολύβ. 1. 63, 2, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 557. 54.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσεπιτενῶ, <i>ao.</i> προσεπέτεινα, <i>etc.</i><br />accroître encore, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπιτείνω]].
}}
}}