3,277,649
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρυμνώρεια''': ἡ, ([[ὄρος]]) τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 307, [[Πείσανδρος]] παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ [[ἀκρώρεια]], πρβλ. [[πρύμνα]]). - [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. [[τοὐναντίον]] «[[πρυμνώρεια]]· [[ἀκρώρεια]], [[ἄκρον]] ὄρους, τὸ ἔσχατον [[μέρος]]». | |lstext='''πρυμνώρεια''': ἡ, ([[ὄρος]]) τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 307, [[Πείσανδρος]] παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ [[ἀκρώρεια]], πρβλ. [[πρύμνα]]). - [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. [[τοὐναντίον]] «[[πρυμνώρεια]]· [[ἀκρώρεια]], [[ἄκρον]] ὄρους, τὸ ἔσχατον [[μέρος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />extrémité d’une montagne.<br />'''Étymologie:''' [[πρυμνός]], [[ὄρος]]. | |||
}} | }} |