Anonymous

προστρέπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προστρέπω''': [[ἱκετεύω]], τοσαῦτά σ’, ὦ Ζεῦ, [[προστρέπω]] Σοφ. Αἴ. 831· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[ἱκετεύω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, μὴ μ’ ἀτιμάσῃς…, ὧν (= τούτων ἃ) σε [[προστρέπω]] φράσαι Σοφ. Ο. Κ. 50· μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ., δέομαι ἵνα... ὀλέσθαι πρόστρεπ’ Ἀργείων χθόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 1195· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρ. [[δῶμα]], δόμους Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15, Αἰσχύλ. 205· τὴν Διὸς… Ἐργάνην Σοφ. Ἀποσπ. 724· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, [[οἷον]] Αἰλ. π. Ζ. 15. 21, Πλουτ. Κλεομ. 39, κτλ. - Παθ., [[ἁπλῶς]], τρέπομαι, εἰς ἀναισχυντίαν Πλάτ. Νόμ. 919C. 2) [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] (ὡς [[ἐχθρός]]), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πινδ. Ν. 4. 90. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[ἐπιφέρω]], [[ἐπισύρω]] κατὰ τῆς ἰδίας μου κεφαλῆς ἢ [[κάμνω]] τι ὑπόθεσιν προστροπῆς, τὴν πάθην Πλάτ. Νόμ. 866Β.
|lstext='''προστρέπω''': [[ἱκετεύω]], τοσαῦτά σ’, ὦ Ζεῦ, [[προστρέπω]] Σοφ. Αἴ. 831· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[ἱκετεύω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, μὴ μ’ ἀτιμάσῃς…, ὧν (= τούτων ἃ) σε [[προστρέπω]] φράσαι Σοφ. Ο. Κ. 50· μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ., δέομαι ἵνα... ὀλέσθαι πρόστρεπ’ Ἀργείων χθόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 1195· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρ. [[δῶμα]], δόμους Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15, Αἰσχύλ. 205· τὴν Διὸς… Ἐργάνην Σοφ. Ἀποσπ. 724· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, [[οἷον]] Αἰλ. π. Ζ. 15. 21, Πλουτ. Κλεομ. 39, κτλ. - Παθ., [[ἁπλῶς]], τρέπομαι, εἰς ἀναισχυντίαν Πλάτ. Νόμ. 919C. 2) [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] (ὡς [[ἐχθρός]]), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πινδ. Ν. 4. 90. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[ἐπιφέρω]], [[ἐπισύρω]] κατὰ τῆς ἰδίας μου κεφαλῆς ἢ [[κάμνω]] τι ὑπόθεσιν προστροπῆς, τὴν πάθην Πλάτ. Νόμ. 866Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>s.e.</i> ἑαυτόν;<br />se tourner vers en suppliant, supplier : τινά [[τι]] demander en priant qch à qqn ; προστρέπειν τινά avec l’inf. : supplier une divinité de, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> προστρέπομαι se tourner vers en suppliant, prier, supplier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τρέπω]].
}}
}}