Anonymous

προτρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[χάριν]] προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. [[σοφία]], ἡ ῥητορικὴ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]], Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, [[διεγερτικός]], εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.
|lstext='''προτρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[χάριν]] προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. [[σοφία]], ἡ ῥητορικὴ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]], Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, [[διεγερτικός]], εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut pousser en avant <i>ou</i> stimuler, persuasif, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><i>Sp.</i> προτρεπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]].
}}
}}