Anonymous

προφράζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προφράζω''': μέλλ. -σω, [[προλέγω]], Ἡρόδ. 1. 120 ([[ἔνθα]] ὁ Schweigh. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = προειπεῖν, προερεῖν, μετοχ. παθητ. πρκμ. προπεφραδμένα ἆθλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653, [[ἔνθα]] ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ προπεφασμένα (ἰδὲ [[προφαίνω]] Ι. 3), ἀλλὰ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1315.
|lstext='''προφράζω''': μέλλ. -σω, [[προλέγω]], Ἡρόδ. 1. 120 ([[ἔνθα]] ὁ Schweigh. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = προειπεῖν, προερεῖν, μετοχ. παθητ. πρκμ. προπεφραδμένα ἆθλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653, [[ἔνθα]] ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ προπεφασμένα (ἰδὲ [[προφαίνω]] Ι. 3), ἀλλὰ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1315.
}}
{{bailly
|btext=annoncer <i>ou</i> proclamer d’avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φράζω]].
}}
}}