3,277,068
edits
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόγονος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Παυσ. 1. 31, 4· - πρωτότοκος, πρῶτος γεννώμενος, πρώϊμος, ἄρνες, ἔριφοι, κτλ., Ἰλ. Δ. 102, 120. - [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Δ', 208, «πρωτότοκοι παῖδες, καὶ πρωτόγονοι ὁμοίως», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 541, 590· πρωτόγονός τε φοίνιξ, ὁ κατὰ πρῶτον φυείς, Εὐρ. Ἑκ. 458· - ἐπὶ παιδίου (ἴδε τελετὴ ΙΙ), πρ. [[θάλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 209· πρ. τῶν τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 3823· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ τάξεως κοινωνικῆς, πρ. οἶκοι, ὑψηλῆς καταγωγῆς (εὐγενεῖς, Σχόλ.), Φιλ. 180. 3) ὁ πρῶτος ὁρισθείς, [[ὄρχησις]] Λουκ. π. Ὀρχ. 7. 4) Πρωτόγονη, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Περσεφόνης, Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''πρωτόγονος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Παυσ. 1. 31, 4· - πρωτότοκος, πρῶτος γεννώμενος, πρώϊμος, ἄρνες, ἔριφοι, κτλ., Ἰλ. Δ. 102, 120. - [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Δ', 208, «πρωτότοκοι παῖδες, καὶ πρωτόγονοι ὁμοίως», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 541, 590· πρωτόγονός τε φοίνιξ, ὁ κατὰ πρῶτον φυείς, Εὐρ. Ἑκ. 458· - ἐπὶ παιδίου (ἴδε τελετὴ ΙΙ), πρ. [[θάλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 209· πρ. τῶν τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 3823· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ τάξεως κοινωνικῆς, πρ. οἶκοι, ὑψηλῆς καταγωγῆς (εὐγενεῖς, Σχόλ.), Φιλ. 180. 3) ὁ πρῶτος ὁρισθείς, [[ὄρχησις]] Λουκ. π. Ὀρχ. 7. 4) Πρωτόγονη, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Περσεφόνης, Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>I.</b> <i>avec idée de temps</i>;<br /><b>1</b> né le premier;<br /><b>2</b> institué pour la première fois;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de rang</i> qui est le premier par la naissance, par le rang, noble.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |