Anonymous

προχύτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προχύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[λάγηνος]], «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· [[μάλιστα]] [[ὑδρία]] ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
|lstext='''προχύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[λάγηνος]], «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· [[μάλιστα]] [[ὑδρία]] ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />urne pour libations.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
}}
}}