Anonymous

πτύγμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτύγμα''': τό, ([[πτύσσω]]) [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], τὸ [[δίπλωμα]] τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, [[τεμάχιον]] λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, [[πίλημα]], Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.
|lstext='''πτύγμα''': τό, ([[πτύσσω]]) [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], τὸ [[δίπλωμα]] τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, [[τεμάχιον]] λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, [[πίλημα]], Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />pli, repli d’une étoffe.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
}}
}}