Anonymous

πτύσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτύσσω''': (ἀνα-) Σοφ. Ἀποσπ. 284· μέλλ. πτύξω (ἀνα-) Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256· ἀόρ. ἔπτυξα Ὅμ., κτλ. - Μέσ., Ὅμηρ., κτλ.· μέλλ. πτύξομαι (προσ-) Ὅμηρ.· ἀόρ. ἐπτυξάμην Ἀριστοφ. Νεφ. 267. - Παθ., Ὅμ.· ἀόρ. ἐπτύχθην (ἀν-, δι-) Ξεν. Κύρ. 7. 5, 5, Σοφοκλ. Ἀντ. 709· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. β΄ ἐπτύγην [ῠ], (ἀν-) Ἱππ. 558· 28·, ἴδε Κόντου Φιλολογικάς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Θ΄, σ. 158· πρκμ. ἔπτυγμαι Ἀππ., κτλ., (ἀν-) Εὐρ. Ἠλ. 357· [[ὡσαύτως]] πέπτυκται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 10· ὑπερσ. ἔπτυκτο (προσ-) Πινδ. Ι. 2. 56. (Ἂν [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ πυκινός, [[πυκνός]], ἡ πρώτη [[αὐτοῦ]] [[ῥίζα]] θὰ [[εἶναι]] ΠΥΚ, [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐπεκταθεῖσα καὶ δασυνθεῖσα ΠΤΥΧ, [[ὅθεν]] τὰ πτὺξ (πτυχός), (πτυχή). Διπλώνω, χιτῶνα, εἵματα πτύξαι Ὀδ. Α. 439., Ζ. 111. 252· ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἀγμ. 758· πτύξας ἐπ’ αὐταῖς χεῖρας, περιβαλὼν αὐτὰς διὰ τῶν χειρῶν, ἐναγκαλισθεὶς αὐτάς, Σοφ. Ο. Κ. 1911· καὶ πτύξας τὸ [[βιβλίον]] ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισεν, διπλώσας ἢ κλείσας τὸ [[βιβλίον]]... ἐκάθισεν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 50. ΙΙ. Παθ., ἔγχεα δ’ ἐπτύσσοντο, προσήγγιζον ἀλλήλοις, Ἰλ. Ν. 184· γραμματεῖα ἐπτυγμένα, δεδιπλωμένα, Ἡρῳδιαν. 1. 17· πύργοι ἐπτ. (ἴδε πτυκτὸς 2), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 72. 2) πτύσσεται = ἀναπτύσσεται, χιτὼν... ἀμφὶ μηρὸν πτύσσεται Σοφ. Ἀποσπ. 791. ΙΙΙ. Μέσ., συγκαλύπτομαι, σκεπάζομαι, [[μήπω]], πρὶν ἂν τουτὶ πτύξωμαι, πρὶν σκεπασθῶ μὲ τοῦτο, Ἀριστοφάν. Νεφ. 267.
|lstext='''πτύσσω''': (ἀνα-) Σοφ. Ἀποσπ. 284· μέλλ. πτύξω (ἀνα-) Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256· ἀόρ. ἔπτυξα Ὅμ., κτλ. - Μέσ., Ὅμηρ., κτλ.· μέλλ. πτύξομαι (προσ-) Ὅμηρ.· ἀόρ. ἐπτυξάμην Ἀριστοφ. Νεφ. 267. - Παθ., Ὅμ.· ἀόρ. ἐπτύχθην (ἀν-, δι-) Ξεν. Κύρ. 7. 5, 5, Σοφοκλ. Ἀντ. 709· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. β΄ ἐπτύγην [ῠ], (ἀν-) Ἱππ. 558· 28·, ἴδε Κόντου Φιλολογικάς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Θ΄, σ. 158· πρκμ. ἔπτυγμαι Ἀππ., κτλ., (ἀν-) Εὐρ. Ἠλ. 357· [[ὡσαύτως]] πέπτυκται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 10· ὑπερσ. ἔπτυκτο (προσ-) Πινδ. Ι. 2. 56. (Ἂν [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ πυκινός, [[πυκνός]], ἡ πρώτη [[αὐτοῦ]] [[ῥίζα]] θὰ [[εἶναι]] ΠΥΚ, [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐπεκταθεῖσα καὶ δασυνθεῖσα ΠΤΥΧ, [[ὅθεν]] τὰ πτὺξ (πτυχός), (πτυχή). Διπλώνω, χιτῶνα, εἵματα πτύξαι Ὀδ. Α. 439., Ζ. 111. 252· ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἀγμ. 758· πτύξας ἐπ’ αὐταῖς χεῖρας, περιβαλὼν αὐτὰς διὰ τῶν χειρῶν, ἐναγκαλισθεὶς αὐτάς, Σοφ. Ο. Κ. 1911· καὶ πτύξας τὸ [[βιβλίον]] ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισεν, διπλώσας ἢ κλείσας τὸ [[βιβλίον]]... ἐκάθισεν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 50. ΙΙ. Παθ., ἔγχεα δ’ ἐπτύσσοντο, προσήγγιζον ἀλλήλοις, Ἰλ. Ν. 184· γραμματεῖα ἐπτυγμένα, δεδιπλωμένα, Ἡρῳδιαν. 1. 17· πύργοι ἐπτ. (ἴδε πτυκτὸς 2), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 72. 2) πτύσσεται = ἀναπτύσσεται, χιτὼν... ἀμφὶ μηρὸν πτύσσεται Σοφ. Ἀποσπ. 791. ΙΙΙ. Μέσ., συγκαλύπτομαι, σκεπάζομαι, [[μήπω]], πρὶν ἂν τουτὶ πτύξωμαι, πρὶν σκεπασθῶ μὲ τοῦτο, Ἀριστοφάν. Νεφ. 267.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> πτύξω, <i>ao.</i> ἔπτυξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπτύχθην, <i>pf.</i> πέπτυγμαι et ἔπτυγμαι;<br /><b>1</b> plier (un vêtement, <i>etc.</i>), acc.;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> replier, recourber : χεῖρας [[ἐπί]] τινι SOPH enlacer qqn de ses bras ; <i>p. anal.</i> balancer (un javelot avant de le lancer);<br /><i><b>Moy.</b></i> πτύσσομαι s’envelopper de.<br />'''Étymologie:''' R. Πτυχ, plier.
}}
}}