Anonymous

πυλόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠλόω''': [[ἐφοδιάζω]], [[ἀσφαλίζω]] μὲ πύλας, τὸν Πειραιᾶ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 34 - Παθητ. ἀσφαλίζομαι διὰ πυλῶν, ἅπαντα πεπύλωται πύλαις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1158.
|lstext='''πῠλόω''': [[ἐφοδιάζω]], [[ἀσφαλίζω]] μὲ πύλας, τὸν Πειραιᾶ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 34 - Παθητ. ἀσφαλίζομαι διὰ πυλῶν, ἅπαντα πεπύλωται πύλαις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1158.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fermer avec des portes, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πύλη]].
}}
}}