Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσχρῄζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσχρῄζω''': μέλλ. -ῄσω· Ἰων. -χρηίζω· μέλλ. ηίσω. Ἔχω χρείαν [[προσέτι]] χρειάζομαι ἐπὶ πλέον, [[μετὰ]] γεν., τυρρανίδος οὐδεμιῆς πρ. Ἡρόδ. 5. 11, πρβλ. 18· οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Σοφ. Φιλ. 1055· [[μετὰ]] γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., προσχρηίζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ἀπαιτῶ παρ’ ὑμῶν νὰ ὑπακούητε..., Ἡρόδ. 8. 140, 2· [[μετὰ]] μόνου ἀπαρ., τί προσχρῄζων μαθεῖν; Σοφ. Ο. Τ. 1155, πρβλ. Ο. Κ. 1168· οὕτω παρὰ ποιηταῖς, [[ὅταν]] συντάσσηται [[μετὰ]] μόνου ἀπαρ., δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πεύσεσθε πᾶν [[ὅπερ]] προχρῄζετε (ἐξυπ. πυθέσθαι) Αἰσχύλ. Πρ. 641, πρβλ. 787, Σοφ. Ο. Κ. 520, 1160, 1202.
|lstext='''προσχρῄζω''': μέλλ. -ῄσω· Ἰων. -χρηίζω· μέλλ. ηίσω. Ἔχω χρείαν [[προσέτι]] χρειάζομαι ἐπὶ πλέον, [[μετὰ]] γεν., τυρρανίδος οὐδεμιῆς πρ. Ἡρόδ. 5. 11, πρβλ. 18· οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Σοφ. Φιλ. 1055· [[μετὰ]] γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., προσχρηίζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ἀπαιτῶ παρ’ ὑμῶν νὰ ὑπακούητε..., Ἡρόδ. 8. 140, 2· [[μετὰ]] μόνου ἀπαρ., τί προσχρῄζων μαθεῖν; Σοφ. Ο. Τ. 1155, πρβλ. Ο. Κ. 1168· οὕτω παρὰ ποιηταῖς, [[ὅταν]] συντάσσηται [[μετὰ]] μόνου ἀπαρ., δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πεύσεσθε πᾶν [[ὅπερ]] προχρῄζετε (ἐξυπ. πυθέσθαι) Αἰσχύλ. Πρ. 641, πρβλ. 787, Σοφ. Ο. Κ. 520, 1160, 1202.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> avoir en outre besoin de, gén.;<br /><b>2</b> demander en outre : τινός, qch ; avec un inf. : demander à, chercher à : τινος πείθεσθαί τινι HDT demander à qqn d’obéir à un autre <i>ou</i> de suivre les conseils d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χρῄζω]].
}}
}}