Anonymous

πρόσχωρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσχωρος''': -ον, ([[χώρα]]) ὁ πλησίον κείμενος, [[πλησιόχωρος]], γειτονικός, [[τόπος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 273, Σοφ. Ο. Τ. 1127· ξένοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 493. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[γείτων]], οἱ πρ. τινος οἱ γείτονές τινος Ἡρόδ. 9. 15, Σοφ. Ο. Κ. 493, 1094, Θουκ. 8. 11, Πλάτ. Νόμ. 737D. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόσχωροι, περίοικοι».
|lstext='''πρόσχωρος''': -ον, ([[χώρα]]) ὁ πλησίον κείμενος, [[πλησιόχωρος]], γειτονικός, [[τόπος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 273, Σοφ. Ο. Τ. 1127· ξένοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 493. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[γείτων]], οἱ πρ. τινος οἱ γείτονές τινος Ἡρόδ. 9. 15, Σοφ. Ο. Κ. 493, 1094, Θουκ. 8. 11, Πλάτ. Νόμ. 737D. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόσχωροι, περίοικοι».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />limitrophe, voisin <i>en parl. de lieux</i> ; ὁ [[πρόσχωρος]] celui qui habite auprès, voisin, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χώρα]].
}}
}}