Anonymous

πυρναῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρναῖος''': -α, -ον, ([[πύρνον]]) [[ὥριμος]], [[τρώξιμος]], [[κατάλληλος]] πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν [[ἀλωά]], «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.
|lstext='''πυρναῖος''': -α, -ον, ([[πύρνον]]) [[ὥριμος]], [[τρώξιμος]], [[κατάλληλος]] πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν [[ἀλωά]], «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />rouge <i>ou</i> doré comme le feu ; <i>sel. d’autres</i> mûr, bien cuit, bon à manger.<br />'''Étymologie:''' [[πυρνόν]].
}}
}}