3,273,773
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πωλικός''': -ή, -όν, ([[πῶλος]]) ὁ ἀνήκων εἰς πώλους ἢ νέους ἵππους, [[ἀπήνη]] π., [[ἅμαξα]] ([[τετράτροχος]]) συρομένη ὑπὸ πώλων ἢ ἡμιόνων, Σοφ. Ο. Τ. 802· οὕτω, π. ἄντυγες, [[ὄχος]], [[ὄχημα]], ζυγὰ Εὐρ. Ρῆσ. 567, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 623, κτλ.· πωλικοῖς διώγμασιν «τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασιν» (Ἡσύχ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 993· ― ἐν τοῖς ἀγῶσι, πωλικὸν ἅρμα, ἦτο τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ ἅρμα τέλειον Συλλ. Ἐπιγρ. 1591b. 61., 2758 III.D· πρβλ. [[πῶλος]]. 2) ἐπὶ παντὸς νεαροῦ ζῴου, πωλικὸν [[ζεῦγος]] βοῶν, [[ζεῦγος]] νέων βοῶν, Ἀλκαῖος ἐν «Ἱερῷ γάμῳ» 1. 2. 3) ποιητ., π. ἑδώλια, τὰ διαμερίσματα τῶν κορασίων Αἰσχύλ. Θήβ. 454, πρβλ. [[πῶλος]] Ι. 3. ― Ἐπίρρ. πωλικῶς ἐνάλλεσθαι, δηλ. ὡς [[πῶλος]], Ἰσίδ. Θεσ. σ. 113, ἔκδ. Mi. | |lstext='''πωλικός''': -ή, -όν, ([[πῶλος]]) ὁ ἀνήκων εἰς πώλους ἢ νέους ἵππους, [[ἀπήνη]] π., [[ἅμαξα]] ([[τετράτροχος]]) συρομένη ὑπὸ πώλων ἢ ἡμιόνων, Σοφ. Ο. Τ. 802· οὕτω, π. ἄντυγες, [[ὄχος]], [[ὄχημα]], ζυγὰ Εὐρ. Ρῆσ. 567, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 623, κτλ.· πωλικοῖς διώγμασιν «τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασιν» (Ἡσύχ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 993· ― ἐν τοῖς ἀγῶσι, πωλικὸν ἅρμα, ἦτο τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ ἅρμα τέλειον Συλλ. Ἐπιγρ. 1591b. 61., 2758 III.D· πρβλ. [[πῶλος]]. 2) ἐπὶ παντὸς νεαροῦ ζῴου, πωλικὸν [[ζεῦγος]] βοῶν, [[ζεῦγος]] νέων βοῶν, Ἀλκαῖος ἐν «Ἱερῷ γάμῳ» 1. 2. 3) ποιητ., π. ἑδώλια, τὰ διαμερίσματα τῶν κορασίων Αἰσχύλ. Θήβ. 454, πρβλ. [[πῶλος]] Ι. 3. ― Ἐπίρρ. πωλικῶς ἐνάλλεσθαι, δηλ. ὡς [[πῶλος]], Ἰσίδ. Θεσ. σ. 113, ἔκδ. Mi. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de poulain : πωλικὴ [[ἀπήνη]] SOPH char traîné par de jeunes chevaux;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> de jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]]. | |||
}} | }} |