Anonymous

πόρτις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόρτῐς''': ῐος, ἡ, [[δάμαλις]] ἡ ἄρτι πορεύεσθαι δυναμένη, δαμαλάκι, Ἰλ. Ε. 162, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 174, Σοφ. Τρ. 530· δαμάλαι καὶ πόρτιες Θεόκρ. 1. 75· ἀεργηλὴν ἔτι πόρτιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1186· ― νεαρὰ [[βοῦς]], Θεόκρ. 1. 121, Μόσχ. 3. 83· ― σπανίως ἀρσ., [[μόσχος]], Λατ. juvencus, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 42. 313. 2) μεταφ., νεαρὰ [[κόρη]], ὡς τὸ Λατ. juvenca, juvencula, καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας [[λύκος]] Λυκόφρ. 102· ἴδε ἐν λ. [[πόρις]].
|lstext='''πόρτῐς''': ῐος, ἡ, [[δάμαλις]] ἡ ἄρτι πορεύεσθαι δυναμένη, δαμαλάκι, Ἰλ. Ε. 162, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 174, Σοφ. Τρ. 530· δαμάλαι καὶ πόρτιες Θεόκρ. 1. 75· ἀεργηλὴν ἔτι πόρτιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1186· ― νεαρὰ [[βοῦς]], Θεόκρ. 1. 121, Μόσχ. 3. 83· ― σπανίως ἀρσ., [[μόσχος]], Λατ. juvencus, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 42. 313. 2) μεταφ., νεαρὰ [[κόρη]], ὡς τὸ Λατ. juvenca, juvencula, καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας [[λύκος]] Λυκόφρ. 102· ἴδε ἐν λ. [[πόρις]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ιος (ἡ) :<br />jeune veau ; <i>p. ext.</i> jeune génisse.<br />'''Étymologie:''' DELG hypoth. discutées.<br /><span class="bld">2</span>ιος (ὁ) :<br />jeune taureau, <i>animal ; p. anal.</i> jeune garçon.<br />'''Étymologie:''' DELG hypoth. discutées.
}}
}}