Anonymous

ῥέζω: Difference between revisions

From LSJ
978 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥέζω''': Ὅμηρ., Ἡσίοδ., κλ., ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ. (τὸ τοῦ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 2 [[εἶναι]] [[παρῳδία]] ἡρωϊκοῦ ὕφους)· παρατ. ἔρεζον Ὅμ., Ἐπικ. ῥέζον Ὀδ. Γ. 5, Ἰωνικ. ῥέζεσκον Ἰλ. Θ. 250· - μέλλ. ῥέξω Ὀδ. Λ. 31, Τραγ· - ἀόρ. ἔρρεξα Ἰλ. Ι. 536, Κ. 49, Πλάτ. Νόμ. 642C· παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ἔρεξα]] Ὅμηρ., Τραγ., Δωρικ. μετοχ. ῥέξαις, Πινδ. Ο. 9. 142· - Παθητ., ἀόρ. α΄ εὐκτ. ῥεχθείη Ἱππ. 1213Β (κοιν. ὀρεχθείη)· μετοχ. ῥεχθεὶς Ἰλ. Ι. 250, Υ. 198. (Ἐκ τῆς √ϜΡΕΓ= ϜΕΡΓ, [[ὥστε]] τὸ [[ῥέζω]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ποιητικὸς [[τύπος]] (ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] παρὰ Πλάτωνι) τοῦ [[ἔργω]], [[ἔρδω]] (πρβλ. Δωρ. καὶ Βοιωτ. ῥέδδω παρ’ Εὐστ. 226. 8., 984. 1, Ahr. D. Dor. σ. 96) Ι. ἐνεργῶ, [[πράττω]], ἀντίθετον τῷ εἰπεῖν, Ὀδ. Δ. 205, Χ. 314· τῷ παθεῖν, ἴδε κατωτέρω. - Συντάσσεται, 1) ἀπολ. ὧδέ γε ῥέξαι Ἰλ. Β. 802· οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας Ὀδ. Ι. 352, κτλ. 2) συχνότερον μεταβατ. μετ’ αἰτ. πράγμ. [[πράττω]], ἐκτελῶ, [[κάμνω]], κατορθώνω, ὅσ’ ἂν πεπνυμένος [[ἀνήρ]] εἴποι καὶ ῥέξειε Ὀδ. Δ. 205 μέρμερα ἔργα, ὅσσ’ ἄνδρες ῥέξαντες ... Ἰλ. Κ. 524, πρβλ. Ὀδ. Χ. 314· τὶ ῥέξομεν; Ἰλ. Λ. 838· μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Χ. 305, πρβλ. Β. 274· ὅ τι ποσσίν τε ῥέξει καὶ χερσὶν Ὀδ. Θ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικε Πινδ. Ν. 4. 52· τί ῥέξω; Αἰσχύλ. Εὐμ. 789, πρβλ. Θήβ. 105· τί ῥέξας τύχοιμ’ ἄν...; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 315, κτλ.· πρβλ. [[δράω]]. - Παθ., [[οὐδέ]] τι [[μῆχος]] ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ’ [[ἄκος]] εὑρεῖν, κακοῦ [[ὅπερ]] ἐλέχθη ἤδη, Ἰλ. Ι. 250 ῥεχθὲν δὲ καὶ [[νήπιος]] ἔγνω Ρ. 32. 3) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[κάμνω]] τι εἴς τινα, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· κακὸν ῥέζειν τινὰ Ἰλ. Γ. 354, Δ. 32, Ὀδ. Β. 72· ἀγαθὰ ῥ. τινὰ Χ. 209, πρβλ. Ἰλ. Ι. 647· [[προσέτι]], οὐδέν σε ῥέξω κακὰ Ἰλ. Ω. 370· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἐπιρρ., κακῶς ῥ. τινά, κακῶς μεταχειρίζομαί τινα, Ὀδ. Ψ. 56· [[οὕτως]], ἡ [[πόλις]] ἡμᾶς οὐ [[καλῶς]] ἔρρεξε Πλάτ. Νόμ. 642C· σπανιώτερον [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[μηκέτι]] μοι κακὰ ῥέζετε, μή με βλάπτετε πλέον, Ὀδ. Υ. 314· ὅσα βροτοῖς ἔρεξας κακὰ Εὐρ. Μήδ. 1292. 4) μετά τινος ἐπιτάσεως τῆς σημασίας, εἴ τι [[νόος]] ῥέξει, ἐὰν ὁ [[νοῦς]] ὠφελήσῃ εἴς τι, ἐὰν ἡ βουλὴ φανῇ [[χρήσιμος]] κατά τι, Ἰλ. Ξ. 62. ΙΙ. ἐν εἰδικῇ σημασίᾳ, τελῶ θυσίας, ὡς τὸ Λατ. sacra facere, operari, ἱερὰ ῥέζων Ὀδ. Α. 61, πρβλ. Γ. 5· ἑκατόμβας ῥέζειν ἀθανάτοις, θύειν ἑκατόμβας τοῖς θεοῖς, Ἰλ. Ψ. 206, Ὀδ. Ε. 102, Πινδ. Π. 10. 53· ῥ. θαλύσιά τινι Ἰλ. Ι. 535· θύματα Ζηνὶ τῆς ἁλώσεως Σοφ. Τρ. 288· καὶ ἀπολ., [[προσφέρω]] θυσίαν, ὡς τὸ Λατ. operari, facere, ῥέζειν θεῷ Ἰλ. Β. 400, Θ. 250, Ὀδ. Ι. 553, κτλ.· - [[ἐνίοτε]] τὸ [[θῦμα]] τίθεται κατ’ αἰτιατ., ῥέξω βοῦν ἦνιν, θὰ θυσιάσω, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, πρβλ. Κ. 523.
|lstext='''ῥέζω''': Ὅμηρ., Ἡσίοδ., κλ., ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ. (τὸ τοῦ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 2 [[εἶναι]] [[παρῳδία]] ἡρωϊκοῦ ὕφους)· παρατ. ἔρεζον Ὅμ., Ἐπικ. ῥέζον Ὀδ. Γ. 5, Ἰωνικ. ῥέζεσκον Ἰλ. Θ. 250· - μέλλ. ῥέξω Ὀδ. Λ. 31, Τραγ· - ἀόρ. ἔρρεξα Ἰλ. Ι. 536, Κ. 49, Πλάτ. Νόμ. 642C· παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ἔρεξα]] Ὅμηρ., Τραγ., Δωρικ. μετοχ. ῥέξαις, Πινδ. Ο. 9. 142· - Παθητ., ἀόρ. α΄ εὐκτ. ῥεχθείη Ἱππ. 1213Β (κοιν. ὀρεχθείη)· μετοχ. ῥεχθεὶς Ἰλ. Ι. 250, Υ. 198. (Ἐκ τῆς √ϜΡΕΓ= ϜΕΡΓ, [[ὥστε]] τὸ [[ῥέζω]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ποιητικὸς [[τύπος]] (ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] παρὰ Πλάτωνι) τοῦ [[ἔργω]], [[ἔρδω]] (πρβλ. Δωρ. καὶ Βοιωτ. ῥέδδω παρ’ Εὐστ. 226. 8., 984. 1, Ahr. D. Dor. σ. 96) Ι. ἐνεργῶ, [[πράττω]], ἀντίθετον τῷ εἰπεῖν, Ὀδ. Δ. 205, Χ. 314· τῷ παθεῖν, ἴδε κατωτέρω. - Συντάσσεται, 1) ἀπολ. ὧδέ γε ῥέξαι Ἰλ. Β. 802· οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας Ὀδ. Ι. 352, κτλ. 2) συχνότερον μεταβατ. μετ’ αἰτ. πράγμ. [[πράττω]], ἐκτελῶ, [[κάμνω]], κατορθώνω, ὅσ’ ἂν πεπνυμένος [[ἀνήρ]] εἴποι καὶ ῥέξειε Ὀδ. Δ. 205 μέρμερα ἔργα, ὅσσ’ ἄνδρες ῥέξαντες ... Ἰλ. Κ. 524, πρβλ. Ὀδ. Χ. 314· τὶ ῥέξομεν; Ἰλ. Λ. 838· μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Χ. 305, πρβλ. Β. 274· ὅ τι ποσσίν τε ῥέξει καὶ χερσὶν Ὀδ. Θ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικε Πινδ. Ν. 4. 52· τί ῥέξω; Αἰσχύλ. Εὐμ. 789, πρβλ. Θήβ. 105· τί ῥέξας τύχοιμ’ ἄν...; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 315, κτλ.· πρβλ. [[δράω]]. - Παθ., [[οὐδέ]] τι [[μῆχος]] ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ’ [[ἄκος]] εὑρεῖν, κακοῦ [[ὅπερ]] ἐλέχθη ἤδη, Ἰλ. Ι. 250 ῥεχθὲν δὲ καὶ [[νήπιος]] ἔγνω Ρ. 32. 3) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[κάμνω]] τι εἴς τινα, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· κακὸν ῥέζειν τινὰ Ἰλ. Γ. 354, Δ. 32, Ὀδ. Β. 72· ἀγαθὰ ῥ. τινὰ Χ. 209, πρβλ. Ἰλ. Ι. 647· [[προσέτι]], οὐδέν σε ῥέξω κακὰ Ἰλ. Ω. 370· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἐπιρρ., κακῶς ῥ. τινά, κακῶς μεταχειρίζομαί τινα, Ὀδ. Ψ. 56· [[οὕτως]], ἡ [[πόλις]] ἡμᾶς οὐ [[καλῶς]] ἔρρεξε Πλάτ. Νόμ. 642C· σπανιώτερον [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[μηκέτι]] μοι κακὰ ῥέζετε, μή με βλάπτετε πλέον, Ὀδ. Υ. 314· ὅσα βροτοῖς ἔρεξας κακὰ Εὐρ. Μήδ. 1292. 4) μετά τινος ἐπιτάσεως τῆς σημασίας, εἴ τι [[νόος]] ῥέξει, ἐὰν ὁ [[νοῦς]] ὠφελήσῃ εἴς τι, ἐὰν ἡ βουλὴ φανῇ [[χρήσιμος]] κατά τι, Ἰλ. Ξ. 62. ΙΙ. ἐν εἰδικῇ σημασίᾳ, τελῶ θυσίας, ὡς τὸ Λατ. sacra facere, operari, ἱερὰ ῥέζων Ὀδ. Α. 61, πρβλ. Γ. 5· ἑκατόμβας ῥέζειν ἀθανάτοις, θύειν ἑκατόμβας τοῖς θεοῖς, Ἰλ. Ψ. 206, Ὀδ. Ε. 102, Πινδ. Π. 10. 53· ῥ. θαλύσιά τινι Ἰλ. Ι. 535· θύματα Ζηνὶ τῆς ἁλώσεως Σοφ. Τρ. 288· καὶ ἀπολ., [[προσφέρω]] θυσίαν, ὡς τὸ Λατ. operari, facere, ῥέζειν θεῷ Ἰλ. Β. 400, Θ. 250, Ὀδ. Ι. 553, κτλ.· - [[ἐνίοτε]] τὸ [[θῦμα]] τίθεται κατ’ αἰτιατ., ῥέξω βοῦν ἦνιν, θὰ θυσιάσω, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, πρβλ. Κ. 523.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ῥέξω, <i>ao.</i> [[ἔρρεξα]] <i>ou</i> [[ἔρεξα]], <i>pf.2</i> [[ἔοργα]];<br /><i>Pass. seul. part. ao.</i> [[ῥεχθείς]];<br /><b>1</b> faire, agir;<br /><b>2</b> accomplir, exécuter, acc. : τινά [[τι]], <i>rar.</i> τινί [[τι]], faire qch (du bien, du mal, <i>etc.</i>) à qqn ; [[κακῶς]] ῥέζειν τινά OD faire du mal à qqn ; <i>au sens religieux</i> : ἱερὰ ῥέζειν offrir un sacrifice ; ἑκατόμβας ῥέζειν θεῷ IL on offrit des hécatombes à un dieu ; ῥέζειν βοῦν IL, OD offrir un bœuf en sacrifice ; <i>ou simpl.</i> ῥέζειν θεῷ IL, OD offrir un sacrifice à un dieu, sacrifier à un dieu.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεργ exécuter, v. [[ἔργον]] ; cf. [[ἔοργα]], p. *ϜέϜοργα ; &gt; Ϝρεγ, ῥεγ-, [[ῥέζω]].<br /><span class="bld">2</span>teindre <i>(mot dor.)</i>.
}}
}}