Anonymous

προσλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσλάμπω''': [[λάμπω]] [[πρός]] τι ἢ ἐπί τινος, Πλάτ. Πολ. 617Α· ἐν τῷ παθ., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Πλούτ. 2. 889C.
|lstext='''προσλάμπω''': [[λάμπω]] [[πρός]] τι ἢ ἐπί τινος, Πλάτ. Πολ. 617Α· ἐν τῷ παθ., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Πλούτ. 2. 889C.
}}
{{bailly
|btext=briller sur, illuminer ; <i>Pass.</i> recevoir la lumière de, <i>avec</i> [[ὑπό]] τινος.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λάμπω]].
}}
}}