3,273,769
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥήτωρ''': -ορος, ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 673· (*ῥέω, ἐρῶ)· -ὡς καὶ νῦν, ὁ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύων, δικηγόρος, Λατ. orator, ῥ. μύθων Εὐρ. Ἑκ. 126, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, οἱ ῥήτορες, οἱ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύοντες ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ οἱ μετερχόμενοι τοῦτο τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[πολλάκις]] προήγοντο εἰς τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, 680, Ἱππ. 60, 358, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 1, Ἀνδοκ. 23. 31, Πλάτ., κλ.· [[συχν]]. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 185Β, Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 5· οἱ [[δέκα]] ῥήτορες, οἱ Ἀττικοί, συνήθως ἐκδιδόμενοι [[ὁμοῦ]], Λουκ. Ἔρωτες 29. 2) ἐν Σοφ. Ἀποσπάσμ. 937, ὁ ἐκδίδων ἀπόφασιν, [[δικαστής]]. 3) παρὰ μεταγεν. ἰδίως, [[διδάσκαλος]] τῆς ῥητορικῆς, [[ῥητοροδιδάσκαλος]], Λατιν. rhetor, Πλούτ. 2. 131 Α, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ῥ. Λόγος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 852. 7. | |lstext='''ῥήτωρ''': -ορος, ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 673· (*ῥέω, ἐρῶ)· -ὡς καὶ νῦν, ὁ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύων, δικηγόρος, Λατ. orator, ῥ. μύθων Εὐρ. Ἑκ. 126, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, οἱ ῥήτορες, οἱ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύοντες ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ οἱ μετερχόμενοι τοῦτο τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[πολλάκις]] προήγοντο εἰς τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, 680, Ἱππ. 60, 358, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 1, Ἀνδοκ. 23. 31, Πλάτ., κλ.· [[συχν]]. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 185Β, Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 5· οἱ [[δέκα]] ῥήτορες, οἱ Ἀττικοί, συνήθως ἐκδιδόμενοι [[ὁμοῦ]], Λουκ. Ἔρωτες 29. 2) ἐν Σοφ. Ἀποσπάσμ. 937, ὁ ἐκδίδων ἀπόφασιν, [[δικαστής]]. 3) παρὰ μεταγεν. ἰδίως, [[διδάσκαλος]] τῆς ῥητορικῆς, [[ῥητοροδιδάσκαλος]], Λατιν. rhetor, Πλούτ. 2. 131 Α, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ῥ. Λόγος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 852. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> orateur, <i>particul. à Athènes</i> orateur public dans l’assemblée ; <i>abs.</i> ὁ [[ῥήτωρ]], l’orateur par excellence (Démosthène);<br /><b>2</b> maître d’éloquence, rhéteur.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝερ > Ϝρη-, Ῥη- parler ; v. [[εἴρω]]², *[[ῥέω]]. | |||
}} | }} |