Anonymous

πρυμνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρυμνός''': -ή, -όν, Ἐπικ. ἐπίθ., ὁ [[ἔσχατος]], [[τελευταῖος]], Ὅμ.· πρυμνὸς [[βραχίων]], τὸ ἔσχατον [[μέρος]] τοῦ βραχίονος ([[ἔνθα]] συνδέεται πρὸς τὸν ὦμον), Ἰλ. Ν. 532, Π. 323· πρ. [[γλῶσσα]], [[κέρας]], [[σκέλος]], [[ὦμος]], ἐν ἅπασι δὲ τούτοις σημαίνει τὸ πρὸς τὸ [[σῶμα]] ἔσχατον [[μέρος]] τοῦ μέλους, δηλ. τὴν ῥίζαν [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Ε. 292, Ν. 705., Π. 314, Ὀδ. Ρ. 504· [[οὕτως]], ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμνοντες, κόπτοντες τὰ δένδρα τοῦ δάσους ἐκ τῆς ῥίζης, Ἰλ. Μ. 149· [[δόρυ]] [[πρυμνόν]], τὸ κατώτατον [[μέρος]] τῆς αἰχμῆς δόρατος, καθ’ ὃ δηλ. συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ ξύλου, Ρ. 618· [[λᾶας]]... πρυμνὸς [[παχύς]], πλατὺς κατὰ τὴν βάσιν, ἀντίθετ. τῷ [[ὕπερθεν]] ὀξὺς ([[ὅπερ]] ἕπεται), Μ. 446· ὑπερθ. πρυμνότατος Ὀδ. Ρ. 463 - περὶ τοῦ [[πρύμνη]] [[ναῦς]], ἴδε ἐν λέξ. [[πρύμνα]]· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[πρυμνόν]], τό. ([[Κατὰ]] τὸν Μέγαν Ἐτυμ. ἐκ τοῦ [[πείρω]], [[περάω]]· -συγγενές τῷ [[πρέμνον]]).
|lstext='''πρυμνός''': -ή, -όν, Ἐπικ. ἐπίθ., ὁ [[ἔσχατος]], [[τελευταῖος]], Ὅμ.· πρυμνὸς [[βραχίων]], τὸ ἔσχατον [[μέρος]] τοῦ βραχίονος ([[ἔνθα]] συνδέεται πρὸς τὸν ὦμον), Ἰλ. Ν. 532, Π. 323· πρ. [[γλῶσσα]], [[κέρας]], [[σκέλος]], [[ὦμος]], ἐν ἅπασι δὲ τούτοις σημαίνει τὸ πρὸς τὸ [[σῶμα]] ἔσχατον [[μέρος]] τοῦ μέλους, δηλ. τὴν ῥίζαν [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Ε. 292, Ν. 705., Π. 314, Ὀδ. Ρ. 504· [[οὕτως]], ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμνοντες, κόπτοντες τὰ δένδρα τοῦ δάσους ἐκ τῆς ῥίζης, Ἰλ. Μ. 149· [[δόρυ]] [[πρυμνόν]], τὸ κατώτατον [[μέρος]] τῆς αἰχμῆς δόρατος, καθ’ ὃ δηλ. συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ ξύλου, Ρ. 618· [[λᾶας]]... πρυμνὸς [[παχύς]], πλατὺς κατὰ τὴν βάσιν, ἀντίθετ. τῷ [[ὕπερθεν]] ὀξὺς ([[ὅπερ]] ἕπεται), Μ. 446· ὑπερθ. πρυμνότατος Ὀδ. Ρ. 463 - περὶ τοῦ [[πρύμνη]] [[ναῦς]], ἴδε ἐν λέξ. [[πρύμνα]]· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[πρυμνόν]], τό. ([[Κατὰ]] τὸν Μέγαν Ἐτυμ. ἐκ τοῦ [[πείρω]], [[περάω]]· -συγγενές τῷ [[πρέμνον]]).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui est au bout, à l’extrémité :<br /><b>1</b> qui est à l’extrémité supérieure : πρυμνὸς [[βραχίων]] IL le haut du bras, près de l’épaule ; πρυμνὸν [[σκέλος]] IL le haut de la jambe, le mollet ; πρυμνὴ [[γλῶσσα]] IL la racine de la langue;<br /><b>2</b> qui est à l’extrémité inférieure : πρυμνὴ [[ὕλη]] IL bois à la racine <i>ou</i> au pied ; <i>subst.</i> τὸ πρυμνόν IL le bout inférieur, l’extrémité inférieure;<br /><i>Sp.</i> πρυμνότατος.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[πρέμνον]].
}}
}}