Anonymous

ῥέθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥέθος''': -εος, τό, [[μέλος]] τοῦ σώματος, ἐν τῷ πληθ., τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος, ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἰλ. Π. 856, Χ. 362· ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι Χ. 68· πρβλ. Θεόκρ. 23· 39. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τὸ [[πρόσωπον]], Σοφ. Ἀντ. 529, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1204. 2) τὸ [[σῶμα]], Λυκόφρ. 73.
|lstext='''ῥέθος''': -εος, τό, [[μέλος]] τοῦ σώματος, ἐν τῷ πληθ., τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος, ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἰλ. Π. 856, Χ. 362· ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι Χ. 68· πρβλ. Θεόκρ. 23· 39. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τὸ [[πρόσωπον]], Σοφ. Ἀντ. 529, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1204. 2) τὸ [[σῶμα]], Λυκόφρ. 73.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> τὰ ῥέθη membre;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> visage, air, aspect.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. en vue.
}}
}}