3,274,916
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσικνέομαι''': ἀποθ., [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἴς τι, [[δῆγμα]] δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ [[ἧπαρ]] πρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 792· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[φθάνω]] [[μέχρι]]..., τόξῳ γὰρ [[οὔτις]] πημάτων προσίξεται (Meineke προσθίξεται) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033· πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου Ἀριστοφ. Ἱππ. 761. 2) [[πλησιάζω]] ὡς [[ἱκέτης]], μετ’ αἰτ. τόπου, Αἰσχύλ. Χο. 1035. | |lstext='''προσικνέομαι''': ἀποθ., [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἴς τι, [[δῆγμα]] δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ [[ἧπαρ]] πρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 792· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[φθάνω]] [[μέχρι]]..., τόξῳ γὰρ [[οὔτις]] πημάτων προσίξεται (Meineke προσθίξεται) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033· πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου Ἀριστοφ. Ἱππ. 761. 2) [[πλησιάζω]] ὡς [[ἱκέτης]], μετ’ αἰτ. τόπου, Αἰσχύλ. Χο. 1035. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> προσίξομαι, <i>ao.2</i> προσικόμην, <i>etc.</i><br />aller vers, s’approcher <i>avec un suj. de chose</i> ; <i>particul.</i> s’approcher comme suppliant vers, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἱκνέομαι]]. | |||
}} | }} |