Anonymous

πυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠροφόρος''': -ον, (πῡρ) ὁ φέρων πῦρ, βέλη π. = πυροβόλα, Ζωσιμος ἐν Ἱστ. 256, 2, 2) ἡφαιστειώδης, [[πεδίον]] ὁ αὐτ. 3) μεταφ., [[φλεγμονώδης]], [[νοῦσος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 511. ΙΙΙ.
|lstext='''πῠροφόρος''': -ον, (πῡρ) ὁ φέρων πῦρ, βέλη π. = πυροβόλα, Ζωσιμος ἐν Ἱστ. 256, 2, 2) ἡφαιστειώδης, [[πεδίον]] ὁ αὐτ. 3) μεταφ., [[φλεγμονώδης]], [[νοῦσος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 511. ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit du blé, fertile en blé.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]], [[φέρω]].
}}
}}