Anonymous

ῥοιβδέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοιβδέω''': μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ [[ῥοφέω]], ῥοφῶ [[μετὰ]] θορύβου, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, μὴ [[σύγε]] κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειν Ὀδ. Μ. 106, Τραγ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 445C, Ἀνθ. Π. 7. 636· πρβλ. [[ἀναρροιβδέω]]. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἐκρεύσῃ, ἐξορμήση, κρηναῖον ἐξ ἄμμου [[γάνος]] Λυκόφρ. 247. ΙΙ. ὡς τὸ [[ῥοιζέω]] (πρβλ. [[ῥοῖβδος]]), κινοῦμαι [[μετὰ]] θορυβώδους ἤχου, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, ποιοῦσα τὴν κολπουμένην αἰγίδα νὰ θορυβῇ (ἐν ᾧ αὐτὴ πέτεται), Αἰσχύλ. Εὐμ. 404.
|lstext='''ῥοιβδέω''': μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ [[ῥοφέω]], ῥοφῶ [[μετὰ]] θορύβου, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, μὴ [[σύγε]] κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειν Ὀδ. Μ. 106, Τραγ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 445C, Ἀνθ. Π. 7. 636· πρβλ. [[ἀναρροιβδέω]]. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἐκρεύσῃ, ἐξορμήση, κρηναῖον ἐξ ἄμμου [[γάνος]] Λυκόφρ. 247. ΙΙ. ὡς τὸ [[ῥοιζέω]] (πρβλ. [[ῥοῖβδος]]), κινοῦμαι [[μετὰ]] θορυβώδους ἤχου, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, ποιοῦσα τὴν κολπουμένην αἰγίδα νὰ θορυβῇ (ἐν ᾧ αὐτὴ πέτεται), Αἰσχύλ. Εὐμ. 404.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao.</i> ἐρροίβδησα;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> s’engloutir en sifflant <i>en parl. de Charybde</i>;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> agiter avec bruit, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ῥοῖβδος]].
}}
}}