Anonymous

πτωχεία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτωχεία''': Ἰων. -ηίη, ἡ, ([[πτωχεύω]]) τὸ πτωχεύειν, ἐπαιτεῖν, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἐπαίτου, ἐς πτωχηίην ἀπῖχθαι Ἡρόδ. 3. 14· εἰς ἐσχάτην πτ. ἐλθεῖν Πλάτ. Νόμ. 936B· εἰς πτ. καταστῆναι Λυσ. 898. 9 Reisk.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 618A· παροιμ., πτωχείας [[πενία]] ἀδελφὴ Ἀριστοφ. Πλ. 549.
|lstext='''πτωχεία''': Ἰων. -ηίη, ἡ, ([[πτωχεύω]]) τὸ πτωχεύειν, ἐπαιτεῖν, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἐπαίτου, ἐς πτωχηίην ἀπῖχθαι Ἡρόδ. 3. 14· εἰς ἐσχάτην πτ. ἐλθεῖν Πλάτ. Νόμ. 936B· εἰς πτ. καταστῆναι Λυσ. 898. 9 Reisk.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 618A· παροιμ., πτωχείας [[πενία]] ἀδελφὴ Ἀριστοφ. Πλ. 549.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mendicité, pauvreté.<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]].
}}
}}