3,274,522
edits
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρδάνιος''': -α, -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Ὀδ. Υ. 302· [[οὕτως]], ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; [[τάχα]] που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· [[ἁπλῶς]], γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἴσως]] εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «[[μετὰ]] πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ [[συνήθης]] [[ἐξήγησις]] τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τὸ ὁποῖον παγῆγε [[φυτόν]] τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· [[ὅθεν]] μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ [[Σαρδώ]]), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· [[ὅθεν]] τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.). | |lstext='''σαρδάνιος''': -α, -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Ὀδ. Υ. 302· [[οὕτως]], ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; [[τάχα]] που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· [[ἁπλῶς]], γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἴσως]] εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «[[μετὰ]] πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ [[συνήθης]] [[ἐξήγησις]] τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τὸ ὁποῖον παγῆγε [[φυτόν]] τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· [[ὅθεν]] μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ [[Σαρδώ]]), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· [[ὅθεν]] τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />sardonique, <i>càd</i> grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαρδόνιος]]¹ -- DELG pê apparenté à [[σέσηρα]]. | |||
}} | }} |