Anonymous

πυρεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρεύς''': έως, ὁ, (πῦρ), πυρπολητής, Ἡσύχ. ΙΙ. [[σκεῦος]] ἀντέχον εἰς τὸ πῦρ, Ἀνθ. Π. 13. 13.
|lstext='''πῠρεύς''': έως, ὁ, (πῦρ), πυρπολητής, Ἡσύχ. ΙΙ. [[σκεῦος]] ἀντέχον εἰς τὸ πῦρ, Ἀνθ. Π. 13. 13.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />sorte de réchaud.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
}}
}}