Anonymous

πυρακτέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρακτέω''': (ἄγω) [[ἀναστρέφω]] εἰς τὸ πῦρ, [[κυρίως]] [[ξύλον]], ἕως οὗ πυρακτωθῇ καὶ σκληρυνθῇ καὶ καταστῇ [[δαλός]], «[[ἐμπυρεύω]]» (Ἡσύχ.) ἐπυράκτεον τὸν μοχλὸν πυρὶ κηλέῳ Ὀδ. Ι. 328. ΙΙ. [[καίω]], Νικ. Θηρ. 688.
|lstext='''πῠρακτέω''': (ἄγω) [[ἀναστρέφω]] εἰς τὸ πῦρ, [[κυρίως]] [[ξύλον]], ἕως οὗ πυρακτωθῇ καὶ σκληρυνθῇ καὶ καταστῇ [[δαλός]], «[[ἐμπυρεύω]]» (Ἡσύχ.) ἐπυράκτεον τὸν μοχλὸν πυρὶ κηλέῳ Ὀδ. Ι. 328. ΙΙ. [[καίω]], Νικ. Θηρ. 688.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. impf.</i> ἐπυράκτεον;<br />mettre dans le feu, faire rougir <i>ou</i> durcir au feu, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ἀκτός]], adj. verb. de [[ἄγω]].
}}
}}