Anonymous

προσφωνέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσφωνέω''': φωνῶ [[πρός]] τινα, λαλῶ, ὁμιλῶ, [[προσαγορεύω]], τινα Ἰλ. Β. 22, Ὀδ. Δ. 69, κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀπολ., Ὀδ. Ε. 159, Κ. 109, κτλ.· [[ὅταν]] ὑπὸ τοῦ Ὁμ. προστίθεται δοτική, [[οἷον]] ἐν τῷ τοῖσιν προσεφώνεε (Ὀδ. Χ. 69), ἡ δοτ. τοῖσιν δὲν [[εἶναι]] ἀντικείμενον, πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ δοτικ. τοῦ ὀργάνου, μὲ τοὺς λόγους τούτους· ― ἀλλὰ [[μετὰ]] δοτ. πρσώπου, Διογ. Λ. 7. 7, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια’, 16, Πράξ. Ἀποστ. κβ´, 2· ― [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[ἀποτείνω]] λόγους εἴς τινα, οὐδὲ τί μιν προσεφώνεον Ἰλ. Α. 332. πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, Εὐρ. Μήδ. 664. 2) καλῶ κατ’ [[ὄνομα]], ποδαπὸν ὅμιλον τόνδε… προσφωνοῦμεν Αἰσχύλ. Ἱκ. 234· ὀνόματι πρ. τινα Εὐρ. Τρῳ. 942· πρ. τινὰ βασιλέα, [[χαιρετίζω]] τινά, [[προσαγορεύω]] ὡς βασιλέα, Πολύβ. 10. 38, 3, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[προσφέρω]] [[λέγω]], τήνδε πρ. φάτιν Σοφ. Ἠλ. 1213· ἀφιερώνω, [[βιβλίον]] τινὶ Ἀθήν. 313F, Πλουτ. Λούκουλ. 1, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσφωνεῖ· προσαγορεύει».
|lstext='''προσφωνέω''': φωνῶ [[πρός]] τινα, λαλῶ, ὁμιλῶ, [[προσαγορεύω]], τινα Ἰλ. Β. 22, Ὀδ. Δ. 69, κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀπολ., Ὀδ. Ε. 159, Κ. 109, κτλ.· [[ὅταν]] ὑπὸ τοῦ Ὁμ. προστίθεται δοτική, [[οἷον]] ἐν τῷ τοῖσιν προσεφώνεε (Ὀδ. Χ. 69), ἡ δοτ. τοῖσιν δὲν [[εἶναι]] ἀντικείμενον, πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ δοτικ. τοῦ ὀργάνου, μὲ τοὺς λόγους τούτους· ― ἀλλὰ [[μετὰ]] δοτ. πρσώπου, Διογ. Λ. 7. 7, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια’, 16, Πράξ. Ἀποστ. κβ´, 2· ― [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[ἀποτείνω]] λόγους εἴς τινα, οὐδὲ τί μιν προσεφώνεον Ἰλ. Α. 332. πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, Εὐρ. Μήδ. 664. 2) καλῶ κατ’ [[ὄνομα]], ποδαπὸν ὅμιλον τόνδε… προσφωνοῦμεν Αἰσχύλ. Ἱκ. 234· ὀνόματι πρ. τινα Εὐρ. Τρῳ. 942· πρ. τινὰ βασιλέα, [[χαιρετίζω]] τινά, [[προσαγορεύω]] ὡς βασιλέα, Πολύβ. 10. 38, 3, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[προσφέρω]] [[λέγω]], τήνδε πρ. φάτιν Σοφ. Ἠλ. 1213· ἀφιερώνω, [[βιβλίον]] τινὶ Ἀθήν. 313F, Πλουτ. Λούκουλ. 1, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσφωνεῖ· προσαγορεύει».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> adresser la parole à : τινα, <i>postér.</i> τινι à qqn ; προσφωνεῖν [[τι]] prononcer une parole ; <i>avec double rég.</i> τινά τινι <i>ou</i> τινά [[τι]] dire qch à qqn;<br /><b>2</b> appeler d’un nom <i>ou</i> d’un titre : τινα βασιλέα, proclamer qqn roi ; dédier : τινί [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φωνέω]].
}}
}}