Anonymous

σάττω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάττω''': Ἰων. [[σάσσω]] Ἱππ. 466. 21· παρατ. ἔσσατον Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 12· ἀόρ. ἔσαξα Ἡρόδ. 3. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 11, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1. - Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. γ. - Παθ., ἀόρ. ἐσάχθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· πρκμ. σέσακται Κερκιδ. παρὰ Στοβ. τ. 4. 43· προστ. σεσάχθω Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1· ἴδε κατωτ. - Παρὰ τῷ Ἱππ. ὁ μέλλων σχηματίζεται διὰ τοῦ σ (ὡς τὸ πλάσω ἐκ τοῦ [[πλάσσω]]), ἐσσάσω 504. 54· καὶ ἀόρ. ἐσέσασα 500. 13., 504. 55. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΣΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[σάγμα]], [[σάγος]], σαγή· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σάκος]]). Φορτώνω, [[κυρίως]] δὲ «σαμαρώνω», ἐπιθέτω τὸ [[σάγμα]] ἢ σαμάριον καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[φορτίον]], πρβλ. [[σάγμα]]· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἐπὶ πολεμιστῶν, φορτώνω μὲ ὅπλα, [[ὁπλίζω]] διὰ πανοπλίας, ἁρματώνω· - Παθ., ὁπλίζομαι διὰ πανοπλίας, Ἡρόδ. 7. 62, 70, 73, 86 (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσυντ. [[ἐσεσάχατο]])· ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Θεόκρ. 17. 94· πρβλ. σαγή. 2) [[ἐφοδιάζω]] μὲ πάντα τὰ ἀναγκαῖα, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν], ἀφοδιάσαντες τὴν εἰς Αἴγυπτον εἴσοδον μὲ [[ὕδωρ]], Ἡρόδ. 3. 7. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καλῶς]] ἢ [[βαρέως]] φορτώνω, [[καλῶς]] [[γεμίζω]], ὑπερπληρῶ, πᾶς δ’ ἀνὴρ ἔσαττε [[τεῦχος]] ἢ κόϊκ’ ἢ κωρύκους Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔσαττον τὰς γνάθους, ἐπλήρουν αὐτὰς τροφῆς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 4. - Παθ., ὁ σπλὴν σεσάχθω Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτ.»1. β) [[μετὰ]] γεν. πράγματος, σ. τῶν ἀρωμάτων (καὶ τὴν κοιλίην) Ἱππ. 682. 43· τὸ δέρμα κνεφάλλων σ. Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Πανταλ.» 2· ἐν τῷ παθητ. πρκμ., πημάτων σεσαγμένος, φορτωμένος παθήματα, δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 644· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων Ξεν. Οἰκ. 8, 8· γαστέρ’ ᾔων κἀχύρων σεσαγμένους Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14. γ) [[μετὰ]] δοτ., τυρῷ τε σάξον ἁλσὶ τ’ (Δῆλ. τὸν σαῦρον) Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λουκ. Ἐρμότ. 65, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρυσῷ σαξάμενος πήρην ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 30, πρβλ. Κερκιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διογ. Λ. 6. 9· - οὕτω τὸ [[ῥῆμα]] [[πίμπλημι]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ [[μετὰ]] γεν. καὶ [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, 2) πληρῶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, χορταίνω, ἱκανοποιῶ, σ. καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν Ἀριστ. Προβλ. 21. 14, 2. - Παθ., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, κορεσθείς, χορτάσας ἐκ πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4, 64· τρυφῆς… σαχθέντες [[κέαρ]] Nauck εἰς Τραγικ. Ἀποσπ. σ. 628. ΙΙΙ. [[πιέζω]], [[συνθλίβω]] πρὸς τὰ ἄνω, σ. τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]], πατῶ τὴν γῆν [[πέριξ]] φυτοῦ, Ξεν. Οἰκ. 19, 11· σ. καρπὸν εἰς ἀγγεῖα, «πατῶ», θέτω πολλοὺς καρποὺς ἀλλεπαλλήλους εἰς.., Πολύβ. 12. 2, 5. - Παθ., στενῶς συσσωρεύομαι, σύν.. εἵμασιν σεσαγμένοις Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 19 (κατὰ Welck. σεσαγμένοι), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 8, Προβλ. 25. 8, 4. IV. ἀνεταβ., [[καταπίπτω]], [[καταβυθίζω]], Ἄννα Κομν. 2. 73.
|lstext='''σάττω''': Ἰων. [[σάσσω]] Ἱππ. 466. 21· παρατ. ἔσσατον Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 12· ἀόρ. ἔσαξα Ἡρόδ. 3. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 11, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1. - Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. γ. - Παθ., ἀόρ. ἐσάχθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· πρκμ. σέσακται Κερκιδ. παρὰ Στοβ. τ. 4. 43· προστ. σεσάχθω Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1· ἴδε κατωτ. - Παρὰ τῷ Ἱππ. ὁ μέλλων σχηματίζεται διὰ τοῦ σ (ὡς τὸ πλάσω ἐκ τοῦ [[πλάσσω]]), ἐσσάσω 504. 54· καὶ ἀόρ. ἐσέσασα 500. 13., 504. 55. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΣΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[σάγμα]], [[σάγος]], σαγή· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σάκος]]). Φορτώνω, [[κυρίως]] δὲ «σαμαρώνω», ἐπιθέτω τὸ [[σάγμα]] ἢ σαμάριον καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[φορτίον]], πρβλ. [[σάγμα]]· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἐπὶ πολεμιστῶν, φορτώνω μὲ ὅπλα, [[ὁπλίζω]] διὰ πανοπλίας, ἁρματώνω· - Παθ., ὁπλίζομαι διὰ πανοπλίας, Ἡρόδ. 7. 62, 70, 73, 86 (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσυντ. [[ἐσεσάχατο]])· ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Θεόκρ. 17. 94· πρβλ. σαγή. 2) [[ἐφοδιάζω]] μὲ πάντα τὰ ἀναγκαῖα, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν], ἀφοδιάσαντες τὴν εἰς Αἴγυπτον εἴσοδον μὲ [[ὕδωρ]], Ἡρόδ. 3. 7. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καλῶς]] ἢ [[βαρέως]] φορτώνω, [[καλῶς]] [[γεμίζω]], ὑπερπληρῶ, πᾶς δ’ ἀνὴρ ἔσαττε [[τεῦχος]] ἢ κόϊκ’ ἢ κωρύκους Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔσαττον τὰς γνάθους, ἐπλήρουν αὐτὰς τροφῆς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 4. - Παθ., ὁ σπλὴν σεσάχθω Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτ.»1. β) [[μετὰ]] γεν. πράγματος, σ. τῶν ἀρωμάτων (καὶ τὴν κοιλίην) Ἱππ. 682. 43· τὸ δέρμα κνεφάλλων σ. Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Πανταλ.» 2· ἐν τῷ παθητ. πρκμ., πημάτων σεσαγμένος, φορτωμένος παθήματα, δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 644· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων Ξεν. Οἰκ. 8, 8· γαστέρ’ ᾔων κἀχύρων σεσαγμένους Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14. γ) [[μετὰ]] δοτ., τυρῷ τε σάξον ἁλσὶ τ’ (Δῆλ. τὸν σαῦρον) Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λουκ. Ἐρμότ. 65, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρυσῷ σαξάμενος πήρην ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 30, πρβλ. Κερκιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διογ. Λ. 6. 9· - οὕτω τὸ [[ῥῆμα]] [[πίμπλημι]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ [[μετὰ]] γεν. καὶ [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, 2) πληρῶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, χορταίνω, ἱκανοποιῶ, σ. καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν Ἀριστ. Προβλ. 21. 14, 2. - Παθ., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, κορεσθείς, χορτάσας ἐκ πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4, 64· τρυφῆς… σαχθέντες [[κέαρ]] Nauck εἰς Τραγικ. Ἀποσπ. σ. 628. ΙΙΙ. [[πιέζω]], [[συνθλίβω]] πρὸς τὰ ἄνω, σ. τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]], πατῶ τὴν γῆν [[πέριξ]] φυτοῦ, Ξεν. Οἰκ. 19, 11· σ. καρπὸν εἰς ἀγγεῖα, «πατῶ», θέτω πολλοὺς καρποὺς ἀλλεπαλλήλους εἰς.., Πολύβ. 12. 2, 5. - Παθ., στενῶς συσσωρεύομαι, σύν.. εἵμασιν σεσαγμένοις Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 19 (κατὰ Welck. σεσαγμένοι), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 8, Προβλ. 25. 8, 4. IV. ἀνεταβ., [[καταπίπτω]], [[καταβυθίζω]], Ἄννα Κομν. 2. 73.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔσαξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσάχθην, <i>pf.</i> [[σέσαγμαι]];<br /><b>1</b> équiper, armer : σάττειν χαλκῷ THCR couvrir d’une armure d’airain;<br /><b>2</b> approvisionner ; remplir, bourrer, farcir : [[τί]] τινος <i>ou</i> [[τί]] τινι remplir (un vase, un navire) de qch ; σάττειν γῆν περὶ [[φυτόν]] XÉN tasser de la terre autour d’une plante;<br /><i><b>Moy.</b></i> σάττομαι remplir <i>ou</i> bourrer pour soi ; χρυσῷ πήρην LUC remplir sa besace d’or.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; cf. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]].
}}
}}