Anonymous

προσοκέλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσοκέλλω''': ναῦν, [[ῥίπτω]] [[πλοῖον]] ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 2, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3 Sturz. 2) ἀπολ., ἐπὶ τοῦ πλοίου, «[[πίπτω]] ἔξω», Λουκ. Τίμ. 3· μεταφ., πρ. χρόνῳ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10. - Παρὰ Στοβ. 409. 9. Ruhnk. διορθοῖ ποτοπτίλλω.
|lstext='''προσοκέλλω''': ναῦν, [[ῥίπτω]] [[πλοῖον]] ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 2, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3 Sturz. 2) ἀπολ., ἐπὶ τοῦ πλοίου, «[[πίπτω]] ἔξω», Λουκ. Τίμ. 3· μεταφ., πρ. χρόνῳ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10. - Παρὰ Στοβ. 409. 9. Ruhnk. διορθοῖ ποτοπτίλλω.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσοκελῶ, <i>ao.</i> προσώκειλα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> pousser un navire vers le rivage, aborder;<br /><b>2</b> <i>intr. en parl. du navire</i> aborder.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀκέλλω]].
}}
}}