3,274,903
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαύνιον''': ἢ σαυνίον, τό, [[ἀκόντιον]], Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ [[τύπος]] Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς [[γνήσιος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. [[χώρα]]), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· [[ἀκόντιον]] βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ». | |lstext='''σαύνιον''': ἢ σαυνίον, τό, [[ἀκόντιον]], Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ [[τύπος]] Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς [[γνήσιος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. [[χώρα]]), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· [[ἀκόντιον]] βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> javelot;<br /><b>2</b> verge de l’homme.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt d’origine inconnue. | |||
}} | }} |