Anonymous

σεμνόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεμνόω''': μέλλ. -ώσω, [[κάμνω]] τι σεμνὸν ἢ μέγα, ἐξυψώνω, [[μεγαλύνω]], τιμῶ, κοσμῶ, [[ἐκθειάζω]], τὰ περὶ Κῦρον Ἡρόδ. 1. 95· ἄλλως σ. τι ὁ αὐτ. 3. 16. - Παθητ., κρατῶ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, [[ὑπερηφανεύομαι]], Καλλίας ἐν «Πεδ.» 2.
|lstext='''σεμνόω''': μέλλ. -ώσω, [[κάμνω]] τι σεμνὸν ἢ μέγα, ἐξυψώνω, [[μεγαλύνω]], τιμῶ, κοσμῶ, [[ἐκθειάζω]], τὰ περὶ Κῦρον Ἡρόδ. 1. 95· ἄλλως σ. τι ὁ αὐτ. 3. 16. - Παθητ., κρατῶ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, [[ὑπερηφανεύομαι]], Καλλίας ἐν «Πεδ.» 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre imposant ; orner, embellir.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνός]].
}}
}}