3,277,309
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυθμικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν ῥυθμῷ ἢ κατὰ ῥυθμὸν γινόμενος, [[κίνησις]] Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.: ἐπὶ ἀνθρώπου, Πλούτ. 2. 1014C. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥυθμόν, [[αὐτόθι]] 1138Β. 1144C· ἡ ῥ. [[λέξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ἡ πεζή, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 41· ὁ [[ῥυθμικός]], ὁ τῆς ῥυθμικῆς, [[ἔμπειρος]], [[αὐτόθι]] 17. - Ἐπίρρ. ῥυθμικῶς, σὺν ῥυθμῷ, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. | |lstext='''ῥυθμικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν ῥυθμῷ ἢ κατὰ ῥυθμὸν γινόμενος, [[κίνησις]] Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.: ἐπὶ ἀνθρώπου, Πλούτ. 2. 1014C. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥυθμόν, [[αὐτόθι]] 1138Β. 1144C· ἡ ῥ. [[λέξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ἡ πεζή, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 41· ὁ [[ῥυθμικός]], ὁ τῆς ῥυθμικῆς, [[ἔμπειρος]], [[αὐτόθι]] 17. - Ἐπίρρ. ῥυθμικῶς, σὺν ῥυθμῷ, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le rythme;<br /><b>2</b> qui se conforme au rythme : ῥυθμικὸς [[ἀνήρ]] PLUT homme habile à rythmer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυθμός]]. | |||
}} | }} |