Anonymous

σησάμινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σησάμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. [[ἔλαιον]], τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. [[χρῖσμα]] Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.
|lstext='''σησάμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. [[ἔλαιον]], τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. [[χρῖσμα]] Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />préparé avec du sésame.<br />'''Étymologie:''' [[σήσαμον]].
}}
}}