Anonymous

σηκίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηκίς''': -ίδος, ἡ, (σηκὸς) [[δούλη]] τῆς οἰκίας, [[οἰκοφύλαξ]], [[οἰκονόμος]], [[κλειδοῦχος]], [[θυρωρός]], Ἀριστοφ. Σφ. 768, Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 1· πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 76, Φώτ., Ἡσύχ.
|lstext='''σηκίς''': -ίδος, ἡ, (σηκὸς) [[δούλη]] τῆς οἰκίας, [[οἰκοφύλαξ]], [[οἰκονόμος]], [[κλειδοῦχος]], [[θυρωρός]], Ἀριστοφ. Σφ. 768, Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 1· πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 76, Φώτ., Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />servante pour l’intérieur de la maison, bonne.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
}}
}}