Anonymous

σιταγωγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτᾰγωγέω''': [[φέρω]] σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.
|lstext='''σῑτᾰγωγέω''': [[φέρω]] σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />amener un convoi de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σιταγωγός]].
}}
}}