Anonymous

σκέπη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέπη''': ἡ, ὡς τὸ Ἐπικ. [[σκέπας]] (ὃ ἴδε), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[ὑπεράσπισις]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14· σκ. [[ἄκαπνος]] ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ἐπὶ ἱματίων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 285· ἐπὶ ὅπλων, Πολύβ. 6. 22, 3, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὡς ἐπικαλύμματος τῶν ἰστῶν, Τίμ. Λοκρ. 100Β· ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σκέπης [[χάριν]] αἱ τρίχες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3· δεῖσθαι σκέπης [[αὐτόθι]]· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 10, 57· σκ. δερματικὴ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 12. 2· σκ. [[φλοιῶτις]] = [[φλοιός]], Λυκόφρ. 1422. ΙΙ. [[προφύλαξις]], [[προστασία]], τὰ δεόμενα σκέπης, τὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ἔχοντα ἀνάγκην προφυλάξεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 9· σκιάν καὶ σκ. παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 57· σκέπην ἔχειν Διόδ. 5. 65. 2) [[μετὰ]] γεν., [[σκέπη]] πνευμάτων, [[προφύλαξις]] ἀπὸ τῶν ἀνέμων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 181· [[οὕτως]], ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 172, 215· τοῦ φόβου ὁ αὐτ. 1. 143· τοῦ κρύους Αἰλ. π. Ζ. 9. 57· - [[ἀλλά]], ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Πολύβ. 1. 16, 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπη]]· [[σκέπασμα]]».
|lstext='''σκέπη''': ἡ, ὡς τὸ Ἐπικ. [[σκέπας]] (ὃ ἴδε), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[ὑπεράσπισις]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14· σκ. [[ἄκαπνος]] ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ἐπὶ ἱματίων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 285· ἐπὶ ὅπλων, Πολύβ. 6. 22, 3, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὡς ἐπικαλύμματος τῶν ἰστῶν, Τίμ. Λοκρ. 100Β· ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σκέπης [[χάριν]] αἱ τρίχες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3· δεῖσθαι σκέπης [[αὐτόθι]]· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 10, 57· σκ. δερματικὴ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 12. 2· σκ. [[φλοιῶτις]] = [[φλοιός]], Λυκόφρ. 1422. ΙΙ. [[προφύλαξις]], [[προστασία]], τὰ δεόμενα σκέπης, τὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ἔχοντα ἀνάγκην προφυλάξεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 9· σκιάν καὶ σκ. παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 57· σκέπην ἔχειν Διόδ. 5. 65. 2) [[μετὰ]] γεν., [[σκέπη]] πνευμάτων, [[προφύλαξις]] ἀπὸ τῶν ἀνέμων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 181· [[οὕτως]], ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 172, 215· τοῦ φόβου ὁ αὐτ. 1. 143· τοῦ κρύους Αἰλ. π. Ζ. 9. 57· - [[ἀλλά]], ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Πολύβ. 1. 16, 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπη]]· [[σκέπασμα]]».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />ce qui protège, abri ; <i>fig.</i> [[ἐν]] σκέπῃ [[τοῦ]] πολέμου HDT, [[τοῦ]] κινδύνου ÉL à l’abri de la guerre, du danger.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. [[σκέπας]].
}}
}}