Anonymous

Ῥοδιακός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ῥοδιακός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 [[ὡσαύτως]] Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. [[σκύφος]]), τό, [[εἶδος]] ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.
|lstext='''Ῥοδιακός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 [[ὡσαύτως]] Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. [[σκύφος]]), τό, [[εἶδος]] ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Rhodes, rhodien.<br />'''Étymologie:''' [[Ῥόδος]].
}}
}}