3,254,058
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκευᾰσία''': ἡ, ([[σκευάζω]]) τὸ παρασκευάζειν, [[ἑτοιμασία]], [[μάλιστα]] φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., [[τρόπος]] παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. [[ἔπιπλα]], ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε. | |lstext='''σκευᾰσία''': ἡ, ([[σκευάζω]]) τὸ παρασκευάζειν, [[ἑτοιμασία]], [[μάλιστα]] φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., [[τρόπος]] παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. [[ἔπιπλα]], ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />préparation, apprêt.<br />'''Étymologie:''' [[σκευάζω]]. | |||
}} | }} |