Anonymous

σκιαμαχέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ἐν τῷ σχολείῳ ([[χάριν]] ἀσκήσεως), σκ. πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀσκῶ τοὺς βραχίονας δέρων τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 3, πρβλ. Ποσειδών, παρ’ Ἀθην. 154Α, καὶ [[αὐτόθι]] Schweigh. II. [[μάχομαι]] πρὸς σκιάν, Πλάτ. Ἀπολ. 18D· [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] ματαίως, σκ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 520C· πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 830C· ― Παθ., ἔπη [[μάτην]] σκιαμαχούμενα, ῥιπτόμενα ἀλογίστως κατὰ τὴν συζήτησιν, Λουκ. Ἁλ. 35· ― σκιομαχέω [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Φίλων 2. 356, Ἄντυλλ., κλπ.
|lstext='''σκιᾱμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ἐν τῷ σχολείῳ ([[χάριν]] ἀσκήσεως), σκ. πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀσκῶ τοὺς βραχίονας δέρων τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 3, πρβλ. Ποσειδών, παρ’ Ἀθην. 154Α, καὶ [[αὐτόθι]] Schweigh. II. [[μάχομαι]] πρὸς σκιάν, Πλάτ. Ἀπολ. 18D· [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] ματαίως, σκ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 520C· πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 830C· ― Παθ., ἔπη [[μάτην]] σκιαμαχούμενα, ῥιπτόμενα ἀλογίστως κατὰ τὴν συζήτησιν, Λουκ. Ἁλ. 35· ― σκιομαχέω [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Φίλων 2. 356, Ἄντυλλ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />combattre une ombre, <i>càd</i> un ennemi chimérique ; <i>Pass.</i> être dépensé en pure perte comme dans un combat avec une ombre <i>en parl. de paroles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[μάχομαι]].
}}
}}